- γιγγλυμωτός
- γιγγλυμωτός, -ή, -όν (Α) [γίγγλυμος]1. συναρμοσμένος με γίγγλυμον2. φρ. «γιγγλυμωτόν φίλημα» — ρουφηχτό, περιπαθές φιλί.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γιγγλυμωτόν — γιγγλυμωτός hinged masc/fem acc sg γιγγλυμωτός hinged neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)